ἄνοζος

ἄνοζος
ἄνοζος, ον,
A with no, or very few, branches, Thphr.HP1.8.1, etc.: [comp] Comp. -ότερος ib.3.13.3:—also [full] ἄοζος, ον, ib.1.5.4, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άνοζος — ἄνοζος, ον (Α) αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + όζος «βλαστός, ρόζος»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνοζότερον — ἄνοζος with no adverbial comp ἄνοζος with no masc acc comp sg ἄνοζος with no neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνοζον — ἄνοζος with no masc/fem acc sg ἄνοζος with no neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοζότερα — ἄνοζος with no neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόζοις — ἄνοζος with no masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνοζα — ἄνοζος with no neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άοζος — (I) ἄοζος, ο (Α) θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός γόνος, σύντροφος» με α αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» κατ… …   Dictionary of Greek

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”